ἐνέπαιξα

ἐνέπαιξα
ἐμπαίζω
mock at
aor ind act 1st sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • εμπαίζω — ενέπαιξα, εμπαίχτηκα, εμπαιγμένος, μτβ. 1. χλευάζω, πειράζω, περιγελώ. 2. κοροϊδεύω, εξαπατώ κάποιον με υποσχέσεις, τον γελώ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εμπαίζω — εμπαίζω, ενέπαιξα βλ. πίν. 23 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”